τριβόλι

τριβόλι
το
ζιζάνιο των αγρών, το φυτό τρίβολος: Το χωράφι θέλει σκάλισμα· γέμισε τριβόλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριβόλι — το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν [τρίβολος] είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια… …   Dictionary of Greek

  • βουκέφαλον — βουκέφαλον, το (Α) το ετήσιο ζιζάνιο τρίβολος*, τριβόλι, κολλητσίδα …   Dictionary of Greek

  • ζιζάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. * * * το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι) άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και… …   Dictionary of Greek

  • τρίβολος — ο, ΝΜΑ ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ) αρχ. 1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν… …   Dictionary of Greek

  • τρίβουλο — το, Ν βλ. τριβόλι …   Dictionary of Greek

  • τριβούλι — το, Ν βλ. τριβόλι …   Dictionary of Greek

  • τριβόλιον — τὸ, Μ βλ. τριβόλι …   Dictionary of Greek

  • τρίβολος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις αιχμές: Τρίβολο ρόπαλο. 2. το αρσ. ως ουσ., τρίβολος, ο, α. ζιζάνιο των αγρών, τριβόλι, κολλιτσίδα. β. είδος αλωνιστικής μηχανής, η δοκάνη. γ. σιδερένιο κέντρο με τέσσερις αιχμές, που ρίχνεται σε ποσότητες εκεί όπου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”